κατακεχρυσωμέναι

κατακεχρυσωμέναι
κατακεχρῡσωμέναι , καταχρυσόω
cover with gold-leaf
perf part mp fem nom/voc pl
κατακεχρῡσωμένᾱͅ , καταχρυσόω
cover with gold-leaf
perf part mp fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κνημίς — κνημίς, ῑδος, δωρ. τ. κναμίς, ἡ (Α) [κνήμη] 1. μεταλλικό ή δερμάτινο κάλυμμα τής κνήμης το οποίο αποτελούσε μέρος τής πανοπλίας, η περικνημίδα («κνημῑδας μέν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε» Ομ. Ιλ.) 2. ακτίνα τροχού («τὰ μὲν πλάγια καὶ αἱ κνημῑδες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”